θερμοσίφωνας

θερμοσίφωνας
[-ων (-ωνος)] ο, θερμοσίφωνο τό термосифон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θερμοσίφωνας" в других словарях:

  • θερμοσίφωνας — θερμοσίφωνας, ο και θερμοσίφωνο, το οικιακή συσκευή που ζεσταίνει το νερό: Ηλεκτρικός θερμοσίφωνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι …   Dictionary of Greek

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»